- ομόταφος
- ὁμόταφος, -ον (Α)αυτός που έχει ταφεί μαζί με άλλον, ο θαμμένος μαζί με άλλον ή άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ταφος (< θ. ταφ- τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τάφ-ην), πρβλ. σύν-ταφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμόταφος — buried together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόταφον — ὁμόταφος buried together masc/fem acc sg ὁμόταφος buried together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτάφους — ὁμόταφος buried together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek